„δισδιάστατος“ δισδιάστατος [ðisðiˈastatos], δισδιάστατη, δισδιάστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zweidimensional zweidimensional δισδιάστατος δισδιάστατος