„δισέγγονος“: αρσενικό δισέγγονος [ðiˈseŋgonos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Urenkel, Großenkel Urenkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m δισέγγονος Großenkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m δισέγγονος δισέγγονος