„διπλασιασμός“: αρσενικό διπλασιασμός [ðiplasiazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verdoppelung Verdoppelungθηλυκό | Femininum, weiblich f διπλασιασμός διπλασιασμός