„διπλασιάζω“: μεταβατικό ρήμα διπλασιάζω [ðiplasiˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verdoppeln verdoppeln διπλασιάζω διπλασιάζω