„διορθώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα διορθώνομαι [ðiorˈθonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich bessern sich bessern διορθώνομαι διορθώνομαι