διοικώ
[ðiiˈko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verwaltenδιοικώ κατέχω τη διοίκησηδιοικώ κατέχω τη διοίκηση
- leitenδιοικώ διευθύνωδιοικώ διευθύνω
- kommandierenδιοικώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατδιοικώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ