διμοιρίτισσα
[ðimiˈritisa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zugführerinθηλυκό | Femininum, weiblich fδιμοιρίτισσα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατδιμοιρίτισσα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ