διμερής
[ðimeˈris], διμερής, διμερέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zweiteiligδιμερήςδιμερής
- bilateralδιμερής με τη συνεργασία δύο μερώνδιμερής με τη συνεργασία δύο μερών