„δικτατορικός“ δικτατορικός [ðiktatoriˈkos], δικτατορική, δικτατορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) diktatorisch diktatorisch δικτατορικός δικτατορικός