δικογραφία
[ðikoɣraˈfia]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gerichtsaktenπληθυντικός | Plural plδικογραφίαProzessaktenπληθυντικός | Plural plδικογραφίαδικογραφία