„δικαιόγραφο“: ουδέτερο δικαιόγραφο [ðikjeˈoɣrafo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eigentumsurkunde Eigentumsurkundeθηλυκό | Femininum, weiblich f δικαιόγραφο δικαιόγραφο