δικαιοδοσία
[ðikjeoðoˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gerichtsbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδικαιοδοσίαδικαιοδοσία
- Zuständigkeitsbereichαρσενικό | Maskulinum, männlich mδικαιοδοσία τομέαςδικαιοδοσία τομέας