„διεύθ.“: θηλυκό | βραχυγραφία διεύθ. [ðiˈefθinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fβραχυγραφία | Abkürzung abk (= διεύθυνση) Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Adr. Adr. (Adresse) διεύθ. διεύθ.