„διεφθαρμένος“ διεφθαρμένος [ðiefθarˈmenos], διεφθαρμένη, διεφθαρμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verdorben, korrupt verdorben, korrupt διεφθαρμένος διεφθαρμένος