„διερμηνεύω“: αμετάβατο ρήμα διερμηνεύω [ðiermiˈnevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dolmetschen dolmetschen διερμηνεύω διερμηνεύω