διεξοδικότητα
[ðieksoðiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ausführlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδιεξοδικότηταδιεξοδικότητα
Thank you for your feedback!