διελκυστίνδα
[ðielkjisˈtinda]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Seilziehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιελκυστίνδαTauziehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιελκυστίνδαδιελκυστίνδα