διεκπεραίωση
[ðiekpeˈreosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erledigungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιεκπεραίωση υποθέσεωςδιεκπεραίωση υποθέσεως
- Abwicklungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιεκπεραίωση συναλλαγώνδιεκπεραίωση συναλλαγών
- Erfüllungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιεκπεραίωση καθήκοντοςδιεκπεραίωση καθήκοντος
examples
- διεκπεραίωση αποσκευώνGepäckabfertigungθηλυκό | Femininum, weiblich f