„διδασκαλείο“: ουδέτερο διδασκαλείο [ðiðaskaˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lehranstalt Lehranstaltθηλυκό | Femininum, weiblich f διδασκαλείο διδασκαλείο