„διδάσκομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα διδάσκομαι [ðiˈðaskome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lernen lernen διδάσκομαι κ. από τα λάθη μου διδάσκομαι κ. από τα λάθη μου