„διγλωσσία“: θηλυκό διγλωσσία [ðiɣloˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zweisprachigkeit Zweisprachigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f διγλωσσία διγλωσσία