„διαχυτικός“ διαχυτικός [ðiaçitiˈkos], διαχυτική, διαχυτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) uberschwänglich uberschwänglich διαχυτικός διαχυτικός