διαχειριστής
[ðiaçirisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verwalterαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαχειριστής περιουσίαςδιαχειριστής περιουσίας
- Hausmeisterαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαχειριστής πολυκατοικίαςδιαχειριστής πολυκατοικίας
- Managerαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαχειριστής μάνατζερδιαχειριστής μάνατζερ
- Administratorαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαχειριστής ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υδιαχειριστής ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
examples
- διαχειριστής δικτύου ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υNetzadministratorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διαχειριστής κληρονομιάςNachlassverwalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διαχειριστής περιουσίαςVermögensverwalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples