διαφύλαξη
[ðiaˈfilaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Auf)Bewahrungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαφύλαξηErhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαφύλαξηWahrungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαφύλαξηδιαφύλαξη