„διαφυλάσσω“: μεταβατικό ρήμα διαφυλάσσω [ðiafiˈlaso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bewahren, erhalten (auf)bewahren, erhalten διαφυλάσσω διαφυλάσσω