διαφορετικός
[ðiaforetiˈkos], διαφορετική, διαφορετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verschieden, unterschiedlich, abweichendδιαφορετικός που διαφέρειδιαφορετικός που διαφέρει