διαφημίζω
[ðiafiˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- werben (+αιτιατική | +Akkusativ+akk für)διαφημίζωδιαφημίζω
- ausschreibenδιαφημίζω θέση εργασίαςδιαφημίζω θέση εργασίας