διαφέρω
[ðiaˈfero]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <αόριστος | Aorist aor>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich unterscheiden (από… σε von … in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)διαφέρω είμαι διαφορετικόςδιαφέρω είμαι διαφορετικός
- auseinandergehen, abweichenδιαφέρω απόψειςδιαφέρω απόψεις
- διαφέρω υπερέχω