διαυγής
[ðiaˈvjis], διαυγής, διαυγέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- durchsichtigδιαυγής διαφανήςδιαυγής διαφανής
- klarδιαυγής ατμόσφαιρα, ορίζονταςδιαυγής ατμόσφαιρα, ορίζοντας