„διατεθειμένος“ διατεθειμένος [ðiateθiˈmenos], διατεθειμένη, διατεθειμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bereit, gewillt bereit, gewillt διατεθειμένος διατεθειμένος