διαταραχή
[ðiataraˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Störungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαταραχή αναταραχή, κ. ιατρική | Medizinιατρδιαταραχή αναταραχή, κ. ιατρική | Medizinιατρ
examples
- διαταραχέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl μνήμηςGedächtnisstörungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαταραχή ακοής ιατρική | MedizinιατρGehörsturzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διαταραχή ελλειμματικής προσοχής ψυχολογία | Psychologieψυχολ ιατρική | MedizinιατρAufmerksamkeitsdefizit-Syndromουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples