„διασώζω“: μεταβατικό ρήμα διασώζω [ðiaˈsozo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) retten, bergen, bewahren, erhalten retten, bergen διασώζω σώζω διασώζω σώζω bewahren, erhalten διασώζω διατηρώ διασώζω διατηρώ