διασκεδαστικός
[ðiaskjeðastiˈkos], διασκεδαστική, διασκεδαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unterhaltsam, unterhaltend, amüsantδιασκεδαστικόςδιασκεδαστικός
Thank you for your feedback!