„διασκεδαστής“: αρσενικό διασκεδαστής [ðiaskjeðasˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Entertainer Entertainerαρσενικό | Maskulinum, männlich m διασκεδαστής διασκεδαστής