διασαφηνιστικός
[ðiasafinistiˈkos], διασαφηνιστική, διασαφηνιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aufklärendδιασαφηνιστικόςδιασαφηνιστικός
Thank you for your feedback!