διαρρήκτης
[ðiaˈriktis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, διαρρήκτρια [ðiaˈriktria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einbrecherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαρρήκτηςδιαρρήκτης