διαπολιτισμικός
[ðiapolitizmiˈkos], διαπολιτισμική, διαπολιτισμικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- transkulturellδιαπολιτισμικόςδιαπολιτισμικός
Thank you for your feedback!