διαπίστωση
[ðiaˈpistosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Feststellungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαπίστωσηErkenntnisθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαπίστωσηδιαπίστωση