διαμόρφωση
[ðiaˈmorfosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
  -   (Heraus-)Bildungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαμόρφωσηδιαμόρφωση
-   Formungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαμόρφωση διάπλασηGestaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαμόρφωση διάπλασηδιαμόρφωση διάπλαση
-   Einrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαμόρφωση χώρου για ορισμένη δουλειάδιαμόρφωση χώρου για ορισμένη δουλειά
examples
 -    διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης πολιτική | PolitikπολιτBewusstseinsbildungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαμόρφωση πολιτικής συνείδησης πολιτική | Politikπολιτ
-    διαμόρφωση προγράμματοςProgrammgestaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαμόρφωση προγράμματος
-    διαμόρφωση σελίδας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υδιαμόρφωση σελίδας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
