διαμαρτύρομαι
[ðiamarˈtirome]αποθετικό ρήμα | Deponens depOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- protestieren (κατά+γενική | +Genitiv +gen gegen)διαμαρτύρομαιδιαμαρτύρομαι
- sich beschwerden (σε… για bei … über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)διαμαρτύρομαι κάνω παράποναδιαμαρτύρομαι κάνω παράπονα