„διαμάχη“: θηλυκό διαμάχη [ðiaˈmaçi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Streit Streit(igkeit)Maskulinum mit Femininendung in Klammern m(f) διαμάχη διαμάχη examples διαμάχη βορρά-νότου Nord-Süd-Gefälleουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαμάχη βορρά-νότου