διαλογή
[ðialoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Auswahlθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαλογή ταξινόμηση(Aus-)Sortierungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαλογή ταξινόμησηAussonderungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαλογή ταξινόμησηδιαλογή ταξινόμηση