„διαλευκαίνω“: μεταβατικό ρήμα διαλευκαίνω [ðialefˈkjeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufklären aufklären διαλευκαίνω διαλευκαίνω