„διακόνισσα“: θηλυκό διακόνισσα [ðiaˈkonisa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Diakonissin Diakonissinθηλυκό | Femininum, weiblich f διακόνισσα διακόνισσα