„διακυβέρνηση“: θηλυκό διακυβέρνηση [ðiakjiˈvernisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Staatsgewalt Staatsgewaltθηλυκό | Femininum, weiblich f διακυβέρνηση διακυβέρνηση