διακριτικότητα
[ðiakritiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Diskretionθηλυκό | Femininum, weiblich fδιακριτικότηταTaktαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιακριτικότηταTaktgefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιακριτικότηταδιακριτικότητα