διακεκομμένος
[ðiakjekoˈmenos], διακεκομμένη, διακεκομμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aussetzendδιακεκομμένοςδιακεκομμένος
- abgehacktδιακεκομμένος τρόπος ομιλίαςδιακεκομμένος τρόπος ομιλίας