„διαιτολογία“: θηλυκό διαιτολογία [ðietoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ernährungswissenschaft Ernährungswissenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f διαιτολογία διαιτολογία