„διαιτητής“: αρσενικό διαιτητής [ðietiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schiedsrichter Schiedsrichterαρσενικό | Maskulinum, männlich m διαιτητής διαιτητής