„διαιτησία“: θηλυκό διαιτησία [ðietiˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schiedsverfahren Schiedsverfahrenουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαιτησία διαιτησία